- κατάγματος
- κάταγμαwool drawnneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
αποσχίδα — η (Α ἀποσχίς, ιδος) [αποσχίζω] νεοελλ. (χειρουργ.) μικρό τμήμα οστού που έχει αποσπαστεί λόγω κατάγματος ή νέκρωσης αρχ. 1. (για φλέβες) διακλάδωση 2. (για βουνά) προεξοχή … Dictionary of Greek
γύψωση — η (Μ γύψωσις) [γυψώ] επάλειψη με γύψο νεοελλ. 1. προσθήκη γύψου στο κρασί για να είναι διαυγές και να συντηρείται καλύτερα 2. επίδεση με γύψινο επίδεσμο κατάγματος ή εξάρθρωσης 3. προσθήκη γύψου στο έδαφος για την καλύτερη ανάπτυξη τών φυτών … Dictionary of Greek
επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek
ιπποποδία — ή ιατρ. ανώμαλη θέση τού άκρου ποδιού ως προς την κνήμη λόγω μυϊκών παραλύσεων, συρρίκνωσης τού αχίλλειου τένοντα ή κατάγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)* + ποδία (< πους, ποδ ός), πρβλ. σχιζο ποδία, ωκυ ποδία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ.… … Dictionary of Greek
καλαμηδόν — (AM) επίρρ. ιατρ. (για ένα είδος κατάγματος) σαν σπασμένο καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + επίρρ. κατάλ. ηδόν*] … Dictionary of Greek
καυληδόν — (Α) επίρρ. 1. όπως ο καυλός, σαν τον βλαστό 2. είδος κατάγματος οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + επιρρηματική κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βου στροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek
ναρθήκιο — το (Α ναρθήκιον) [νάρθηξ] νεοελλ. βοτ. (κατά την παραδοσιακή ταξινόμηση) γένος μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας τών λειριιδών αρχ. 1. μικρό τεμάχιο ή σχίζα νάρθηκα 2. ιατρ. μικρή ράβδος η οποία συνήθως τοποθετούνταν μαζί με άλλες όμοιες ράβδους… … Dictionary of Greek
οστεονέκρωση — η ιατρ. νέκρωση τού οστίτη ιστού η οποία μπορεί να είναι αποτέλεσμα λοίμωξης, όπως στην οστεομυελίτιδα, ή έλλειψης αιμάτωσης, όπως σε περιπτώσεις κατάγματος, εξαρθρήματος, νόσου τών δυτών κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεονέκρωσις,… … Dictionary of Greek